- άγκειος
- -α, -οαπάνεμος, υπήνεμος τόπος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγκειάζω — [άγκειος] 1. (συνήθως στο γ εν.) αγκειάζει για τόπο που εκ φύσεως προφυλάσσεται από τον άνεμο ή τη βροχή 2. (ως προσωπικό ρήμα) καταφεύγω σε μέρος κατάλληλο να μέ προστατεύσει από τον άνεμο ή τη βροχή … Dictionary of Greek
απάγκιος — κ. γκειος, α, ο 1. ο απάνεμος, ο προφυλαγμένος απ τους ανέμους 2. το ουδ. ως ουσ. α) το απάνεμο μέρος β) η νηνεμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + άγκειος «απάνεμος τόπος»] … Dictionary of Greek